- ὑπεργάνυμαι
- ὑπεργάνυμαι [ᾰ],A exult much, Philostr.Im.1.5; rejoice over, τινας Eun.VSp.468 B. (s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεργάνυμαι — Α χαίρομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γάνυμαι «χαίρομαι, αγάλλομαι»] … Dictionary of Greek